ἐκχωρήσῃ

ἐκχωρήσῃ
ἐκχωρήσηι , ἐκχώρησις
going out
fem dat sg (epic)
ἐκχωρέω
depart
aor subj mid 2nd sg
ἐκχωρέω
depart
aor subj act 3rd sg
ἐκχωρέω
depart
fut ind mid 2nd sg
ἐκχωρέω
depart
aor subj mid 2nd sg
ἐκχωρέω
depart
aor subj act 3rd sg
ἐκχωρέω
depart
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκχώρηση — Η μεταβίβαση, με σύμβαση από τον δανειστή (εκχωρητή), προς ένα τρίτο πρόσωπο (εκδοχέα) μιας απαίτησης, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Με την ε. δεν καταργείται η παλαιά ενοχή για να συσταθεί νέα, αλλά απλώς μεταβιβάζεται εκείνη που ήδη υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • εκχώρηση — η 1. η μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου ή οποιουδήποτε δικαιώματος σε άλλον με επίσημη πράξη. 2. (νομ.), η σύμβαση για τη μεταβίβαση από δανειστή σε νέο δανειστή της ενοχικής απαίτησης από οφειλέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • ανεκχώρητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθεί σε άλλον 2. (Νομ.) «ανεκχώρητοι απαιτήσεις» απαιτήσεις που δεν είναι δυνατόν να εκχωρηθούν, για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να είναι έγκυρη η εκχώρηση* …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • εισιτήριος — ο (AM εἰσιτήριος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το δικαίωμα εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» εισαγωγικές εξετάσεις β. «εισιτήριος λόγος» εναρκτήριος λόγος γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι»… …   Dictionary of Greek

  • μεταβίβαση — Ο όρος χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς του τεχνικού λεξιλογίου, με την έννοια της μεταφοράς, της μετακίνησης, στην πραγματική ή τη μεταφορική της διάσταση, όπως συμβαίνει κυρίως στην ψυχολογική ορολογία. Στην παιδαγωγική ψυχολογία σημαίνει τη …   Dictionary of Greek

  • μεταδιοίκησις — μεταδιοίκησις, ἡ (Α) [μεταδιοικώ] 1. η παραχώρηση, η μεταβίβαση, η εκχώρηση ιδιοκτησίας 2. η διαφορετική διοίκηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”